(...) Σά φτάσαμε στήν πλατεία, τά χάσαμε. Στή μέση άκριβώς, έκεί πού στέκει πάνω σέ μιά κολόνα ένα μαρμάρινο λιοντάρι, έκαιγε μιά μεγάλη φωτιά. Λίγο παραπέρα, σέ μιά έξέδρα, στέκονταν ό νομάρχης, ό Άμστραμντάμ Πικιπικιράμ, ό μπαμπάς τής Πιπίτσας κι ό δεσπότης μέ τά άμφιά του. Γύρω στή φωτιά στεκότανε κόσμος, πιό πολύ παιδιά, μέ τά σχολεία τους. Δέν καταλαβαίναμε τίποτα.
Σέ λίγο, έφτασαν δυο άντρες πού κουβαλούσαν μεγάλα τσουβάλια στούς ώμους τους. Άναμέρισαν σπρώχνοντας τόν κόσμο καί σάν έφτασαν κοντά στή φωτιά άδειασαν τά τσουβάλια τους. Ήτανε βιβλία!!
- Τί κάνουνε; ρώτησε ό Άλέξης ένα παιδί, πού στεκότανε δίπλα μας.
- Καίνε τά
βλαβερά βιβλία, άπάντησε κείνο.
Ό κύριος Καρανάσης άνέβηκε στήν εξέδρα κι άρχισε νά βγάζει λόγο. Μιλούσε γιά βλαβερά καί τρομερά βιβλία, πού δηλητηριάζουν τήν ψυχή καί γίνεται ό άνθρωπος εγκληματίας.
- Πάμε κοντά νά δούμε, λέει ό Άλέξης.
Τρυπώσαμε άνάμεσα στόν κόσμο καί φτάσαμε κοντά στή φωτιά. Τά παιδιά άπό τίς μεγάλες τάξεις πηδούσαν κιόλας πάνω άπό τίς φλόγες, σά νά ’τανε τού Άι-Γιαννιού. Παράξενα πού καίγονταν τά βιβλία. Στήν άρχή, μόλις πάρουν τά φύλλα φωτιά, τό βιβλίο άνοίγει σάν νά τ’ άγγιξε κανένα άόρατο χέρι κι ύστερα, όσο καίγεται, μοιάζει μέ λουλούδι, πού κλείνει τά πέταλά του. Ή φωτιά χαμηλώνει, καί τότε μπορούν καί πηδούν καί τά παιδιά άπό τό δημοτικό.
Έρχονταν όμως πάλι οί άνθρωποι μέ τά τσουβάλια καί τ’ άδειαζαν. Ή φωτιά ψήλωνε, ψήλωνε, τά παιδιά τσίριζαν καί δώστου ποιος θά πηδήξει πιό ψηλά. Μιά στιγμή, καθώς άδειαζαν ένα τσουβάλι, μερικά βιβλία έπεσαν άκριβώς πάνω στά πόδια μας. Έκανα νά κλοτσήσω ένα πρός τή φωτιά, μά στάθηκα. Κάπου τό ’χα ξαναδεϊ αύτό τό βιβλίο... Δεμένο μέ μαύρο εξώφυλλο καί χρυσά γράμματα... Γύρισα μέ τό πόδι μου τό εξώφυλλο καί, τώρα πιά, ήμουνα σίγουρη. Ήταν ένας «άρχαίος» τού παππού. Ό παππούς σ' όλα του τά βιβλία είχε τήν υπογραφή του μέ μώβ μελάνι. Τή γνώρισα άμέσως, φαρδιά πλατιά, στή δεύτερη σελίδα. Ό παππούς σέ κανένα δέν επιτρέπει ν’ άγγίξει τά βιβλία του. Πού βρέθηκε έδώ ό «άρχαίος» του, έτοιμος νά πέσει στή φωτιά; Έσκυψα καί τόν μάζεψα. Τόν κράτησα λίγο στό χέρι...
- Πέτα το, λοιπόν, μού ψιθυρίζει ό Άλέξης κι άρπάζει τό βιβλίο άπό τά χέρια μου, νά τό ρίξει στή φωτιά. Δέ βλέπεις πού σέ κοιτάνε!
Έγώ τά ’χασα. Άπό τήν έξέδρα, ό κύριος Καρανάσης κι ό Πικιπικιράμ κοίταζαν πρός τή μεριά μου καί κάτι λέγανε. Έφερα γύρω τό βλέμμα μου κι είδα παιδιά πού ξεφωνίζανε, καί μεγάλους άκόμα, καί πηδούσαν τή φωτιά, μά ό πιό πολύς κόσμος στεκότανε άμίλητος μέ κλειστά χείλια.
(...)
Όταν έσβησε ή φωτιά καί δέν είχαν πιά άλλα βιβλία νά ρίξουν, ό κόσμος άρχισε νά διαλύεται. Ό κύριος Καρανάσης ειπε, πώς πέρασε ή ώρα γιά νά γυρίσουμε στό σχολείο, καί μάς άφησε νά πάμε στά σπίτια μας. Ξεκινήσαμε μαζί μέ τόν Άλέξη. Δέν ξέρω γιατί, μά δέν τού είχα πει άκόμα, πώς τό βιβλίο πού έσκυψα νά πιάσω ήτανε ό «άρχαίος» τοϋ παππού. Άφού περάσαμε τήν πλατεία, είδα νά στέκει κοντά στόν τοίχο ενός σπιτιού ό παππούς καί πλάι του ό πατέρας τού Άλέξη. Δέν γνωριζόντανε. Στέκονταν μέ τήν πλάτη, σχεδόν, ό ένας στόν άλλο, άμίλητοι. Ό παππούς μέ τόμπαστούνι του έσπρωχνε τά καμένα χαρτιά, πού είχαν γεμίσει τό δρόμο καί τό πεζοδρόμιο. Ό Άλέξης κι έγώ τρέξαμε κοντά τους.
- Παππού, ένας «άρχαίος» σου βρέθηκε μέσα στή φωτιά, λέω.
- Ξέρω, ξέρω, κουνάει τό κεφάλι ό παππούς.
(...)
Μπροστά προχωρούμε έγώ μέ τόν Άλέξη καί πίσω ό παππούς μέ τόν μπαμπά τού Άλέξη. Φυσάει άέρας καί στή μέση τού δρόμου στροβιλίζονται τά καμένα χαρτιά, σάν νά χορεύουνε.
- Θά τό θυμάται τό νησί μας αύτό τό αίσχος, άκούω πού λέει ό παππούς.
- Φοβάμαι πώς αύτό είναι μόνο ή άρχή, ή φωνή τού μπαμπά τού Άλέξη.
- Κοίταξε! λέει ό Άλέξης καί δείχνει τά χαρτιά.
Σχημάτισαν σάν ένα ώμέγα.
Πλάτων! Τό ο μέ ώμέγα. Έτσι τόν έλεγαν τόν «άρχαίο» τού παππού, πού κάηκε στή φωτιά.
(...)
Όταν γυρίσαμε στό σπίτι, ό παππούς μέ πήρε στό γραφείο του. Στά ράφια έχασκαν άδειες τρύπες: τά βιβλία πού έλειπαν.
- Αύτό πού είδες σήμερα, Μέλισσα, νά μήν τό ξεχάσεις ποτέ, σ’ όλη σου τή ζωή. Κι όταν πεθάνω έγώ, νά μείνουν έτσι οί άδειες θέσεις των βιβλίων, νά σ’ τό θυμίζουν.
Άλκη Ζέη, Το Καπλάνι της Βιτρίνας
Σχόλιο