Αγαπημένα αποσπάσματα από βιβλία

Μα δεν αναστενάζουνε μονάχα οι δεκοχτούρες. Συνειδητά ή ασύνειδα, όλα τα πλάσματα, ζωντανά είτε άψυχα, λες και γυρεύουν το δίκιο τους αυτή την ώρα που σώνεται η μέρα, το μεγάλο δίκιο τους: το λόγο που υπάρχουνε, το λόγο που θα πάψουνε να υπάρχουν μια μέρα.


Στου Χατζηφράγκου, Κοσμάς Πολίτης
 
"Τι λάθος η άποψη πως η ευαισθησία είναι να πάλλεσαι με το καθετί!
Αντίθετα. Ο ειαίσθητος άνθρωπος είναι ψυχρός και αδιάφορος φαινομενικά.
Απλώς είναι τρομακτικά εκλεκτικός. Οργανωμένο παραλήρημα. Για τους άλλους
είναι τέρας. Είναι αλλού, γι' αυτό."


H ζωή είναι αγρίως απίθανη, Μαργαρίτα Καραπάνου.
 
Πριν σχηματιστεί ο σημερινός κόσμος επικρατούσε το :τσκτσκ: που είχε χωριστά τα στοιχεία, ύστερα επικράτησε η :αγκαλιά:που ένωσε τα στοιχεία. Και πρώτα, άμα τούτη επικράτησε, γέννησε μιά δίνη που με τον καιρό απλώθηκε παντού και :γιούπι: όλα τα στοιχεία . Άμα έγινε το τέτοιο σμίξιμο των στοιχείων :αντιπαράθεση: πρώτα ο αιθέρας που σχημάτισε τον ουράνιο θόλο ύστερα η φωτιά που στάθηκε :κάτω: απ' αυτόν . Το νερό πάλι στραγγίχτηκε από το χώμα και από το νερό εξατμίστηκε ο αγέρας. Έτσι ο ουρανός αποτελείται από ένα στρώμα που το μισό είναι φλογερό και το άλλο σκοτεινό, ραντισμένο με πύρινα κομμάτια. Το ένα αποτελεί τον ουρανό της ημέρας, το άλλο τον ουρανό της νύχτας. Όσο για τη γη, αυτή κινείται περιστροφικά κι από τη γρηγοράδα της κίνησής της μένουν κι αυτή και ο επάνω σ' αυτή κόσμος στη θέση τους :μπράβο:. Ο ήλιος πάλι είναι ένας καθρέφτης που τραβάει τις αχτίδες της ουράνιας φωτιάς και τις στέλνει πίσω, ενώ το φεγγάρι μαζεύει τις αχτίδες του ήλιου. :χεχ:

Εμπεδοκλής - 495 προ της σημερινής χρονολογίας. :ευχαριστώ:

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας - Γιάνης Κορδάτος.
 
Last edited:
"Ως εξέχων αραβιστής ο δρ Μπακαμάρτε βρήκε κάπου στο Κοράνι ότι ο Μωάμεθ ανακήρυσσε τους τρελλούς πρόσωπα ιερά, θεωρώντας ότι ο Αλλάχ τους είχε απαλλάξει από τα λογικά τους ώστε να μην αμαρτάνουν. Η ιδέα αυτή του φάνηκε όμορφη και βαθιά, κι έβαλε να τη χαράξουν στην πρόσοψη του φρενοκομείου. Καθώς όμως φοβόταν τον εφημέριο και, κατά προέκταση, τον επίσκοπο, απέδωσε τον στοχασμό στον Βενέδικτο Ή, και ως τιμωρία γι' αυτή του την απάτη -πλην όμως απάτη ευλαβική- υπέστη κατά τη διάρκεια του γεύματος την εξιστόρηση του βίου αυτού του διαπρεπούς ποντίφικος από τον πατέρα Λόπες."

"Ο Φρενίατρος" - Μασαντου Ντε Ασσις
 
"...όταν έφτασε στον σιδηροδρομικό σταθμό έπεφτε ήδη το σούρουπο, μαζί με μια ταιριαστή χειμωνιάτικη ομίχλη που συνέχιζε να πυκνώνει, με σταγόνες νερού να σχηματίζονται στα καπέλα όλων, εκπέμποντας μια λάμψη που για κάποιες νευρικές φύσεις προσέγγιζε το καταχθόνιο. Οι πρώτοι χλωμοί άντρες της βραδιάς στέκονταν και περίμεναν προαστιακά τρένα που ποτέ δε θα έφταναν σε κανέναν προορισμό πάνω στον σιδηροδρομικό χάρτη - λες και για να βρει κανείς καταφύγιο αυτή τη νύχτα, θα 'πρεπε πρώτα να διεισδύσει σε κάποια περιοχή της θείας χάριτος που ως τώρα ήταν απροσδιόριστη"

Τόμας Πίντσον, "Ενάντια στη μέρα" σελ. 694
 
Η εκπαίδευση ενός παιδιού είναι σαν να κρατάς μια πλάκα σαπούνι στο χέρι.Άν το σφίξεις πολύ,πετάγεται μακριά.Άν το κρατάς χωρίς αποφασιστηκότητα ,θα σου γλυστρήσει μέσα απο τα δάχτυλα.Μια ελαφριά αλλα σταθερή πίεση το κρατάει στην θέση του.

Ναταλία Καλντερόν -Εκπαιδευτικός
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ :99 ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΟΦΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

Μια φορά και έναν καιρο ένα φίδι άρχισε να κυνηγά μια πυγολαμπίδα .Ύστερα απο τρείς μέρες αδιάκοπης καταδίωξης,χωρίς δυνάμεις πια, η πυγολαμπίδα σταμάτησε και μίλησε στο φίδι.
-Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;
-Δεν συνηθίζω να ακούω τα θηράματα μου,αλλά μια που θα σε καταβροχθίσω,μπορείς να ρωτήσεις...
-Ανήκω στην τροφική σου αλυσίδα;
-Όχι
-Τότε γιατί θέλεις να με σκοτώσεις ;
Αφού σκέφτηκε λίγο ,το φίδι απάντησε :
-Επειδή δεν αντέχω να σε βλέπω να λάμπεις.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ :99 ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΟΦΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

Για κάποιον υπάλληλο, που ήταν πολύ καιρό στην ίδια υπηρεσία, ο κ.Κουνερ .άκουσε να διατυπώνουν τον εξής έπαινο: ο υπάλληλος ήταν τόσο καλός, που ήταν αναντικατάστατος. “Τι θα πει αναντικατάστατος;” ρώτησε εκνευρισμένος ο κ.Κουνερ .
“Θα πει ότι η υπηρεσία δε λειτουργεί χωρίς αυτόν” είπαν οι υμνητές του. “Μα πώς μπορεί να ‘ναι καλός υπάλληλος, αν η υπηρεσία δε λειτουργεί χωρίς αυτόν;” είπε ο κ.Κουνερ .
“Έχει χρόνια σ’ αυτή την υπηρεσία, και θα μπορούσε να την οργανώσει τόσο καλά, ώστε να μην είναι πια αναντικατάστατος. Και τι έκανε τόσον καιρό; Να σας πω εγώ: εκβιασμό έκανε!”

~ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ~ ''ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ κ. ΚΟΫΝΕΡ''
 
Last edited by a moderator:
"Κι ήταν σαν να είχαμε ζήσει και οι δύο σε λαγούμια ή τούνελ παράλληλα, δίχως να ξέρουμε πως προχωρούσαμε ο ένας πλάι στον άλλον, σαν ψυχές ολόιδιες σε καιρούς ολόιδιους, για να σμίξουμε εκεί που τελείωναν ετούτα τα λαγούμια, μπροστά σε μια σκηνή ζωγραφισμένη από μένα σαν κλειδί προορισμένο για εκείνη μονάχα, σαν ένα μυστικό μήνυμα πως εγώ ήμουν κιόλας εκεί και πως τα λαγούμια είχαν σμίξει τελικά και η ώρα της συνάντησης είχε φτάσει. Η ώρα της συνάντησης είχε φτάσει! Αλλά στ' αλήθεια, τα λαγούμια είχαν σμίξει κι οι ψυχές μας είχαν επικοινωνήσει; Τι ανόητη φαντασία μου ήταν όλο αυτό! Όχι οι στοές συνέχιζαν παράλληλες όπως πριν...

...Όλη η ιστορία με τις στοές ήταν μία γελοία εφεύρεση ή δοξασία δική μου και σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένα και μοναδικό τούνελ, σκοτεινό και μοναχικό: το δικό μου, το τούνελ που μέσα του είχαν κυλίσει τα παιδικά μου χρόνια, η νιότη μου, η ζωή μου ολόκληρη..."


"Το τούνελ" - Ερνέστο Σάμπατο
 
Γυρίζοντας στο χωριό, πέσαμε σ’ ένα παιδομάνι που ακλουθούσαν τον Κανάκη το χασάπη και το μοσκάρι που πήγαινε να σφάξει. Του ’χε τυλίξει τα κέρατα σε κάτι χρωματιστά χαρτιά, και του ’χε κρεμασμένη μια φούντα κορδέλες στο λαιμό. Το περπατούσε μέσα στο χωριό, και το πουλούσε ζωντανό, κομμάτι το κομμάτι:

— Ποιος είδε τέτοιο ακοπάνιστο ταυρί; Πηγιανοί! Προλάβετε να πάρετε!

Οι αργαστηριάρηδες προβέλναν στο κατώφλι τους κι άλλοι αγόραζαν, άλλοι γύριζαν αμίλητοι στον μπάγκο τους.

Μπρος στο καφενείο του Μανούσου, δυο τρεις χω­ριάτες σηκώθηκαν μαζί απ’ το τραπέζι τους και ζύγω­σαν το σφαχτάρι. Κάτι μουρμούρισαν του χασάπη..

— Χάιντε! — φώναξε αυτός,— πουλήθηκαν τα σκωτοφλέμονα και τα κοιλιάντερα!… Χάιντε! Πουλήθηκαν το κεφάλι και τα πόδια!

Το ζωντανό θα ‘λεγες περφανευότανε, και σούσε τις κορδέλες του. Ήτανε μια ομορφιά να το θωρείς, με τη μαύρη, γυαλιστερή τρίχα του, το άσπρο του μπάλωμα στο κούτελο, τα νοητερά του μάτια. Δεν ήξερε το δύσ­τυχο τι το περίμενε, και κείνοι που το ήξεραν το είχαν ξεχασμένο. Το καμαρώναν και το περιχαίρουνταν σα να το προβόδιζαν στο γάμο του.

Στο παρακάτω καφενείο, του Γρηγόρη του Κουτσού, η αναίμαχτη θυσία ξακολούθησε. Τούτοι κόβανε λουρίδια απ’ τα παγίδια, εκείνοι από τη σπάλα. Ένας άλ­λος κράτησε το τομάρι. Ο χασάπης ήθελε, θαρρείς, να μπλέξει όλο το χωριό στο κρίμα του, και τότε να ση­κώσει το μαχαίρι. Τρεις οκάδες ψαχνό ν’ απόμενε α­πούλητο, τη σφαγή θα τη μετάθετε στο άλλο Σάββατο.

Το ψίκι διάβηκε την πλατεία, από τη μια μεριά στην άλλη, και χώθηκε μέσα στα σοκάκια. Σ’ ένα γύρισμα του δρόμου, μια δυνατή βαβούρα χτύπησε τ’ αυτιά μας. Στο καφενείο του Μαθιού, η μάζωξη ήταν πολυκέφαλη. Εργατιά, τσαπατουριά: όμως καθένας ποθούσε να έχει το μερτικό του.

Το ταυρί έβαλε το νύχι του πάνω στο κατώφλι, έσκυ­ψε μέσα το κεφάλι του και σβάρνισε με τη ματιά του τους ανθρώπους. Ήθελε να τους ξέρει έναν ένα, όταν σε λίγο θα πήγαινε να δώσει αναφορά στον Πλάστη του.

— Βρε Κανάκη, — είπε ο Μαθιός, ένας στραβοκάνης, που δίπλα του το ταυρί έδειχνε Θεός,— μπορείς να μου βαστήξεις την ουρά, να κάμω ένα ξεσκονιστήρι με τη φούντα;

Το ταυρί το έδραμε μια ανατριχίλα: σα να κατάλαβε! Δεν το ‘νοιαζε να δώσει τη δύναμή του στους ανθρώ­πους, μα να γενεί ξεμυγιαστήρι στα χέρια εκεινού του κακοσούσουμου!

Ο Μαθιός έβγαλε μια μπακιρένια δεκάρα από την τσέπη του γελέκου του και την έδωκε του σφάχτη. Τί­ποτα από το ταυρί που σούρναν στο παζάρι δεν έπρεπε να το δώσουν χάρισμα. Κείνη η δεκάρα ήτανε το περατίκι του για τον κάτω κόσμο: δεν έμενε πια απούλητο μήδε το ποδαρόχναρό του!

Ο Κανάκης το ‘συρε πρόστυχα απ’ το κέρατο να το ρίξει στη στράτα που ‘βγανε στο χασαπιό. Του ‘δωσε και μια γερή στα καπούλια μ’ ένα κοντοράβδι που βα­στούσε. Το στολισμένο ταυρί που ’χε διαβεί τις ρούγες του χωριού σα βασιλόπουλο, το πήγαινε τώρα κλοτσοσκούντι ο μακελάρης του.

Παντελής Πρεβελάκης - Ο Ηλιος του Θανάτου
 
-[...] Κι εσύ, Άγιε Πατέρα, πως είσαι;
-Χρειάζομαι κάποιον για την υπηρεσία μου. Ένας λογιστής που είχα προσευχόταν όλη μέρα στο Θεό για να τον σώσει. Δεν άντεξα και τον έστειλα στα χαρακώματα.
 
(Ο Αγγελιαφόρος μιλάει στην Ελένη και το Μενέλαο για τη μαντική τέχνη)

Μα βλέπω
κούφια τη μαντική, ψευτιές γεμάτη.
Με τη φωτιά και τα πουλιά μαντείες
τίποτα δεν αξίζουν· αν πιστεύεις
πως τα πουλιά ωφελούνε τους ανθρώπους,
ανόητος είσαι. Ο Κάλχας στο στρατό μας
δε μίλησε καθόλου, κι ας θωρούσε
να χάνονται οι δικοί του για έναν ίσκιο·
κούρσεψαν ανωφέλευτα τη χώρα·
θα πεις, δεν το ’θελε ο θεός· και γιατί τότε
πηγαίνουμε στους μάντεις; Όταν κάνεις
θυσίες στους θεούς, να τους γυρεύεις
τα καλά μόνο κι άσε τις μαντείες·
ξεγέλασμα είναι στη ζωή· κανένας
δεν πλούτισε μ’ αυτές όντας τεμπέλης·
σωστό μυαλό και νους, να σοφός μάντης.



"Ελένη", Ευριπίδης ο Αθηναίος
 
"My love for Linton is like the foliage in the woods: time will change it, I'm well aware, as winter changes the trees. My love for Heathcliff resembles the eternal rocks beneath: a source of little visible delight, but necessary. Nelly, I am Heathcliff! He's always, always in my mind: not as a pleasure, any more than I am always a pleasure to myself, but as my own being. So don't talk of our separation again: it is impracticable; and—"
Chapter 9th

"What is not connected with her to me? and what does not recall her? I cannot look down to this floor, but her features are shaped in the flags! In every cloud, in every tree—filling the air at night, and caught by glimpses in every object by day—I am surrounded with her image! The most ordinary faces of men and women—my own features—mock me with a resemblance. The entire world is a dreadful collection of memoranda that she did exist, and that I have lost her!"
Chapter 33th

Ανεμοδαρμένα Ύψη, Έμιλι Μπροντέ
 
Last edited:
"My love for Heathcliff resembles the eternal rocks beneath: a source of little visible delight, but necessary. Nelly, I am Heathcliff! "

"The entire world is a dreadful collection of memoranda that she did exist, and that I have lost her!"

Ανεμοδαρμένα Ύψη, Έμιλι Μπροντέ
Οδυσσέα, δεν έχω λόγια...
Στα παραπάνω θα προσθέσω μία φράση του Χήθκλιφ την οποία λατρεύω:
"If he loved you with all the power of his soul for a whole lifetime, he couldn't love you as much as I do in a single day."
 
Oh! you said you cared nothing for my sufferings! And I pray one prayer—I repeat it till my tongue stiffens—Catherine Earnshaw, may you not rest as long as I am living; you said I killed you—haunt me, then! The murdered do haunt their murderers, I believe. I know that ghosts have wandered on earth. Be with me always—take any form—drive me mad! only do not leave me in this abyss, where I cannot find you! Oh, God! it is unutterable! I cannot live without my life! I cannot live without my soul!'

Ανεμοδαρμένα Ύψη, Έμιλι Μπροντέ
 
Για άλλη μία φορά υποκλίνομαι μπροστά στην επιλογή αποσπάσματος Οδυσσέα!!! :προσκυνώ:
(Η Catherine στοίχειωσε τον Heathcliff & εκείνος εμένα.. :μαναι: )
 
(...) Σά φτάσαμε στήν πλατεία, τά χάσαμε. Στή μέση άκριβώς, έκεί πού στέκει πάνω σέ μιά κολόνα ένα μαρμάρινο λιοντάρι, έκαιγε μιά μεγάλη φωτιά. Λίγο παραπέρα, σέ μιά έξέδρα, στέκονταν ό νομάρχης, ό Άμστραμντάμ Πικιπικιράμ, ό μπαμπάς τής Πιπίτσας κι ό δεσπότης μέ τά άμφιά του. Γύρω στή φωτιά στεκότανε κόσμος, πιό πολύ παιδιά, μέ τά σχολεία τους. Δέν καταλαβαίναμε τίποτα.

Σέ λίγο, έφτασαν δυο άντρες πού κουβαλούσαν μεγάλα τσουβάλια στούς ώμους τους. Άναμέρισαν σπρώχνοντας τόν κόσμο καί σάν έφτασαν κοντά στή φωτιά άδειασαν τά τσουβάλια τους. Ήτανε βιβλία!!

- Τί κάνουνε; ρώτησε ό Άλέξης ένα παιδί, πού στεκότανε δίπλα μας.

- Καίνε τά βλαβερά βιβλία, άπάντησε κείνο.

Ό κύριος Καρανάσης άνέβηκε στήν εξέδρα κι άρ­χισε νά βγάζει λόγο. Μιλούσε γιά βλαβερά καί τρομερά βιβλία, πού δηλητηριάζουν τήν ψυχή καί γίνεται ό άνθρωπος εγκληματίας.

- Πάμε κοντά νά δούμε, λέει ό Άλέξης.

Τρυπώσαμε άνάμεσα στόν κόσμο καί φτάσαμε κοντά στή φωτιά. Τά παιδιά άπό τίς μεγάλες τάξεις πηδούσαν κιόλας πάνω άπό τίς φλόγες, σά νά ’τανε τού Άι-Γιαννιού. Παράξενα πού καίγονταν τά βιβλία. Στήν άρχή, μόλις πάρουν τά φύλλα φωτιά, τό βιβλίο άνοίγει σάν νά τ’ άγγιξε κανένα άόρατο χέρι κι ύστερα, όσο καίγεται, μοιάζει μέ λουλούδι, πού κλείνει τά πέταλά του. Ή φωτιά χαμηλώνει, καί τότε μπορούν καί πηδούν καί τά παιδιά άπό τό δημοτικό.

Έρχονταν όμως πάλι οί άνθρωποι μέ τά τσουβάλια καί τ’ άδειαζαν. Ή φωτιά ψήλωνε, ψήλωνε, τά παιδιά τσίριζαν καί δώστου ποιος θά πηδήξει πιό ψηλά. Μιά στιγμή, καθώς άδειαζαν ένα τσουβάλι, μερικά βιβλία έπεσαν άκριβώς πάνω στά πόδια μας. Έκανα νά κλοτσήσω ένα πρός τή φωτιά, μά στάθηκα. Κάπου τό ’χα ξαναδεϊ αύτό τό βιβλίο... Δεμένο μέ μαύρο εξώφυλλο καί χρυσά γράμματα... Γύρισα μέ τό πόδι μου τό εξώφυλλο καί, τώρα πιά, ήμουνα σίγουρη. Ήταν ένας «άρχαίος» τού παππού. Ό παππούς σ' όλα του τά βι­βλία είχε τήν υπογραφή του μέ μώβ μελάνι. Τή γνώ­ρισα άμέσως, φαρδιά πλατιά, στή δεύτερη σελίδα. Ό παππούς σέ κανένα δέν επιτρέπει ν’ άγγίξει τά βιβλία του. Πού βρέθηκε έδώ ό «άρχαίος» του, έτοιμος νά πέσει στή φωτιά; Έσκυψα καί τόν μάζεψα. Τόν κράτησα λίγο στό χέρι...

- Πέτα το, λοιπόν, μού ψιθυρίζει ό Άλέξης κι άρπάζει τό βιβλίο άπό τά χέρια μου, νά τό ρίξει στή φω­τιά. Δέ βλέπεις πού σέ κοιτάνε!

Έγώ τά ’χασα. Άπό τήν έξέδρα, ό κύριος Καρανά­σης κι ό Πικιπικιράμ κοίταζαν πρός τή μεριά μου καί κάτι λέγανε. Έφερα γύρω τό βλέμμα μου κι είδα παιδιά πού ξεφωνίζανε, καί μεγάλους άκόμα, καί πηδούσαν τή φωτιά, μά ό πιό πολύς κόσμος στεκότανε άμίλητος μέ κλειστά χείλια.

(...)

Όταν έσβησε ή φωτιά καί δέν είχαν πιά άλλα βιβλία νά ρίξουν, ό κόσμος άρχισε νά διαλύεται. Ό κύριος Καρανάσης ειπε, πώς πέρασε ή ώρα γιά νά γυρίσουμε στό σχολείο, καί μάς άφησε νά πάμε στά σπίτια μας. Ξεκινήσαμε μαζί μέ τόν Άλέξη. Δέν ξέρω γιατί, μά δέν τού είχα πει άκόμα, πώς τό βιβλίο πού έσκυψα νά πιάσω ήτανε ό «άρχαίος» τοϋ παππού. Άφού περάσαμε τήν πλατεία, είδα νά στέκει κοντά στόν τοίχο ενός σπιτιού ό παππούς καί πλάι του ό πατέρας τού Άλέξη. Δέν γνωριζόντανε. Στέκονταν μέ τήν πλάτη, σχεδόν, ό ένας στόν άλλο, άμίλητοι. Ό παππούς μέ τόμπαστούνι του έσπρωχνε τά καμένα χαρτιά, πού είχαν γεμίσει τό δρόμο καί τό πεζοδρόμιο. Ό Άλέξης κι έγώ τρέξαμε κοντά τους.

- Παππού, ένας «άρχαίος» σου βρέθηκε μέσα στή φωτιά, λέω.

- Ξέρω, ξέρω, κουνάει τό κεφάλι ό παππούς.

(...)

Μπροστά προχωρούμε έγώ μέ τόν Άλέξη καί πίσω ό παππούς μέ τόν μπαμπά τού Άλέξη. Φυσάει άέρας καί στή μέση τού δρόμου στροβιλίζονται τά καμένα χαρτιά, σάν νά χορεύουνε.

- Θά τό θυμάται τό νησί μας αύτό τό αίσχος, άκούω πού λέει ό παππούς.

- Φοβάμαι πώς αύτό είναι μόνο ή άρχή, ή φωνή τού μπαμπά τού Άλέξη.

- Κοίταξε! λέει ό Άλέξης καί δείχνει τά χαρτιά.

Σχημάτισαν σάν ένα ώμέγα.

Πλάτων! Τό ο μέ ώμέγα. Έτσι τόν έλεγαν τόν «άρχαίο» τού παππού, πού κάηκε στή φωτιά.

(...)

Όταν γυρίσαμε στό σπίτι, ό παππούς μέ πήρε στό γραφείο του. Στά ράφια έχασκαν άδειες τρύπες: τά βιβλία πού έλειπαν.

- Αύτό πού είδες σήμερα, Μέλισσα, νά μήν τό ξεχάσεις ποτέ, σ’ όλη σου τή ζωή. Κι όταν πεθάνω έγώ, νά μείνουν έτσι οί άδειες θέσεις των βιβλίων, νά σ’ τό θυμίζουν.

Άλκη Ζέη, Το Καπλάνι της Βιτρίνας

Σχόλιο
 
Φίλε Παρωνύμιε καλημέρα.
1 θα πω: ανοίγω, διαβάζω, ετοιμάζομαι για δουλειά και μου φτιάχνεις τη μέρα.



“Όταν είμαι κακός είμαι κακός αλλά όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.”

«Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα» Νίκος Νικολαΐδης.
 
"It is simple enough as you explain it," I said, smiling. "You remind me of Edgar Allen Poe's Dupin. I had no idea that such individuals did exist outside of stories."
Sherlock Holmes rose and lit his pipe. "No doubt you think that you are complimenting me in comparing me to Dupin," he observed. "Now, in my opinion, Dupin was a very inferior fellow. That trick of his of breaking in on his friends' thoughts with an apropos remark after a quarter of an hour's silence is really very showy and superficial. He had some analytical genius, no doubt; but he was by no means such a phenomenon as Poe appeared to imagine."

Arthur Conan Doyle, A study in Scarlet

«Είναι πολύ απλό έτσι όπως το περιγράφεις» είπα, χαμογελώντας. «Μου θυμίζεις τον Ντιπέν του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Δεν είχα ιδέα ότι τέτοια άτομα υπάρχουν και έξω από τις ιστορίες.»
Ο Σέρλοκ Χολμς σηκώθηκε και άναψε την πίπα του. «Αναμφίβολα νομίζεις πως με επαινείς συγκρίνοντας με με τον Ντιπέν» παρατήρησε. «Κατά τη γνώμη μου, ο Ντιπέν ήταν ένας συνάδελφος πολύ κατώτερός μου. Αυτό το κόλπο να εισβάλλει στις σκέψεις των φίλων του με μια φαινομενικά άσχετη παρατήρηση μετά από μισής ώρας σιωπή είναι πράγματι πολύ επιδεικτικό και επιφανειακό. Είχε σίγουρα κάποιο χάρισμα στην ανάλυση·αλλά δεν ήταν με τίποτα το φαινόμενο που ήθελε να παρουσιάσει ο Πόε όταν τον επινόησε.»
μετάφραση Οδυσσέα
 
Last edited:
Να ξέρεις και να μην ξέρεις, να έχεις συνείδηση όλης της αλήθειας και παράλληλα να λες έντεχνα κατασκευασμένα ψέματα, να έχεις ταυτόχρονα δύο γνώμες που η μία αναιρούσε την άλλη, πιστεύοντας και τις δύο· να χρησιμοποιείς τη λογική ενάντια στη λογική, να αρνείσαι την ηθική ενώ την αξιώνεις, να πιστεύεις ότι η δημοκρατία είναι αδύνατη και ταυτόχρονα ότι το Κόμμα ήταν ο φύλακας της δημοκρατίας, να ξεχνάς ότι είναι αναγκαίο να ξεχαστεί και να το ξαναφέρνεις στη μνήμη σου τη στιγμή που χρειάζεται, και αμέσως μετά να το ξεχνάς και πάλι· και προπάντων να εφαρμόζεις την ίδια μέθοδο στη μέθοδο καθαυτή.
George Orwell, 1984
 
Top