
Τίτλος: Τα Σταφύλια Της Οργής
Πρωτότυπος τίτλος: The Grapes of Wrath (Αγγλικά)
Συγγραφέας: Τζον Στάϊνμπεκ (John Steinbeck)
Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Εκδόσεις: Ζαχαρόπουλος Σ.Ι.
Έτος έκδοσης: 1989
Αριθμός σελίδων: 693
ISBN: 9602081023
Το τέλος του περασμένου χρόνου με βρήκε σχεδόν παράλληλα με το πέρας της ανάγνωσης του μυθιστορήματος του Στάϊνμπεκ, «Τα σταφύλια της Οργής». Δύο ώρες είχανε μείνει μόνο πριν το ρολόϊ δείξει δώδεκα τα μεσάνυχτα και ο νέος χρόνος, νεογέννητος και ελπιδοφόρος, κάνει την πρώτη του εμφάνιση. Και ενώ οι περισσότεροι από εσάς, είμαι σίγουρη, ότι ήσαστε μαζεμένοι σε κάποιο συγγενικό ή φιλικό σπίτι και τρώγατε και πίνατε, εγώ είχα απομονωθεί στο δωμάτιό μου και ρουφούσα τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου αχόρταγα και άπληστα. Έπρεπε να νικήσω τον χρόνο.
Λένε ότι η πρώτη εντύπωση είναι πολύ σημαντική και το ένστικτο εκεί λειτουργεί αυθόρμητα και καταλυτικά. Ένας τέτοιος άνθρωπος είμαι και γω. Του ενστίκτου και της πρώτης εντύπωσης. Σε τόσο μεγάλο βαθμό μάλιστα, που με κατηγορούν για απολυτότητα και ξεροκεφαλιά , όταν τα πράγματα καταλήγουν να είναι διαφορετικά από αυτό που εγώ νομίζω. Δύο φορές στη ζωή μου έχω παραδεχτεί το Λάθος μου και ξεκίνησα από την αρχή σε μια νέα προσέγγιση και έναν επαναπροσδιορισμό του αρχικού ατοπήματός μου. Αυτή ήταν η τρίτη.
Είχα ξαναπιάσει "Τα Σταφύλια" λίγους μήνες νωρίτερα. Έχοντας διαβάσει τόσο κολακευτικά λόγια για τον Στάϊνμπεκ, πήγαινα χαρούμενη και σίγουρη ότι θα μου αρέσει το συγκεκριμένο ανάγνωσμα. Τι στο καλό! Δεν μπορεί τόσοι άνθρωποι να κάνανε λάθος! Και εκεί έφαγα την πρώτη ήττα… Οι σελίδες γυρνούσαν με ρυθμούς χελώνας, ακριβώς σαν αυτή που, με τόση γλαφυρότητα, μας διηγείται ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες. Λίγο η παρατεταμένη περιγραφικότητα, λίγο η γλώσσα του Πολίτη, λίγο η αδιάφορη, για μένα, στην αρχή πλοκή, με έκαναν και είπα τέλος!, δεν πάει άλλο. Και το βιβλίο ξαναγύρισε να γεμίσει το κενό που είχε αφήσει στο ξεσκόνιστο ράφι. Είναι όμως και αυτό το άτιμο το ένστικτο…
Ήταν από τις λίγες φορές που η πρώτη εντύπωση (κακή, το ομολογώ), ερχόταν σε σύγκρουση με το ένστικτό μου, που φώναζε δυνατά λέγοντας «διάβασέ το και δεν θα χάσεις».
Και βγήκα νικήτρια.
Η υπόθεση.
Η οικογένεια Τζόουτ, μια γεωργική οικογένεια, μικροκτηματίες, αναγκάζονται να μεταναστεύσουν από την Οκλαχόμα στην άλλη πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, στην Καλιφόρνια, όπως και χιλιάδες άλλες οικογένειες την δεκαετία του ’30. Οι λόγοι καθαρά οικονομικοί, αφού διάφορες συνθήκες, όπως η έντονη ξηρασία, οι δυνατοί άνεμοι που έφερναν κύματα σκόνης μαζί τους, οι εντατικές μονοκαλλιέργειες που κατέστρεψαν τα χωράφια και η σκληρή και αμείλικτη στάση των τραπεζών της περιοχής (το απρόσωπο «τέρας» όπως τις ονομάζει ο Στάϊνμπεκ), είχαν σαν αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να μείνουν χωρίς δουλειά, να χάσουν στην κυριολεξία ό,τι είχαν και δεν είχαν, κάθε προσωπική περιουσία, και να παρασύρονται μαζί με τον άνεμο, ψάχνοντας απασχόληση σε μια άλλη «χώρα της Επαγγελίας», στην Καλιφόρνια, όπου, λανθασμένα και συμφεροντολογικά, είχε διαδοθεί πως υπήρχαν χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας, λόγω του γεωργικού πλούτου της πολιτείας.
Οι συνθήκες που περιγράφονται σ’αυτό το μαραθώνιο και επικό ταξίδι, είναι πραγματικά τραγικές. Οι δυσκολίες πολλές φορές απροσπέλαστες, τα βάσανα συνεχή και επαναλαμβανόμενα, οι άνθρωποι θύματα και ήρωες ταυτόχρονα. Δύο συνεχείς παράλληλοι κόσμοι. Πλούτος και φτώχεια, εξαθλίωση και περηφάνεια, σκληρότητα και τρυφερότητα, απανθρωπιά και αγάπη, τέλος και αρχή. Ο Στάϊνμπεκ με γραφή απλή και ευνόητη, καταφέρνει να μας μπάσει σε αυτούς τους κόσμους και να μας κάνει κομμάτι τους. Συμπάσχουμε και συμπονούμε, θυμώνουμε και οργιζόμαστε, απογοητευόμαστε και ελπίζουμε. Είναι η απαρχή του «εγώ» που γίνεται «εμείς», το ξεκίνημα του σοσιαλιστικού κινήματος επί αμερικάνικου εδάφους.
Το βιβλίο καθαρά πολιτικό μεν, δεν κουράζει καθόλου με ορισμούς και ορολογίες, ή ξύλινες γλώσσες (σε αντίθεση με άλλους σήμερα). Είναι απλά ανθρώπινο, λαϊκό και βαθιά, πολύ βαθιά, τρυφερό. Πάντα επίκαιρος ο Στάϊνμπεκ, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γράψει για το τώρα, για τα όσα ζούμε και παλεύουμε εν έτει 2011.
Διαβάστε το, θα βγείτε νικητές.
"Εκείνο το μικρό δεντροπερίβολο θα ‘ναι τον ερχόμενο χρόνο ένα κομμάτι κάποιου μεγάλου τσιφλικιού, γιατί το χρέος θα ‘χει πνίξει το σημερινό ιδιοκτήτη. Τούτο δω το αμπέλι θα γίνει κτήμα της Τράπεζας. Μόνο οι μεγαλοχτηματίες μπορούν να επιζήσουν, γιατί έχουν και δικά τους εργοστάσια για κονσέρβες. Για να καθαριστούν τέσσερα αχλάδια, να κοπούν στη μέση, να βραστούν και να κλειστούν στον τενεκέ, κοστίζουν όσο να ‘ναι δεκαπέντε σέντσια. Και τ’ αχλάδια κονσέρβα δε χαλνούν. Κρατάνε χρόνια.
Η αποσύνθεση απλώνεται σ’ όλη την πολιτεία και η γλυκερή μυρουδιά είναι μια μεγάλη πίκρα για τον τόπο. Άνθρωποι που μπορούν να κεντρώνουν τα δέντρα και να κάνουν το σπόρο αποδοτικό και μεγάλο, δεν μπορούν να βρουν έναν τρόπο για να φαγωθούν οι καρποί τους. Και η αποτυχία βαραίνει πάνω σε όλη την πολιτεία, σα μια μεγάλη συμφορά.
Τα έργα που έχουν αποδώσει τα κλήματα και τα δέντρα πρέπει να καταστραφούν για να κρατηθούν ψηλά οι τιμές, κι αυτό είναι το πιο θλιβερό, το πιο πικρό απ’ όλα. Ολάκερα φορτία πορτοκάλια πεταμένα καταγής. Άνθρωποι ουρές μίλια μάκρος, ήρθαν για να πάρουν τον καρπό, όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει. Πώς θα αγόραζαν πορτοκάλια προς είκοσι σέντσια τα δώδεκα, σαν είναι στο χέρι τους να κάνουν ένα γύρο με το αυτοκίνητο και να και να τα μαζέψουν τζάμπα; Άνθρωποι με σωλήνες ράντιζαν με πετρόλαδο τα πορτοκάλια και όπως είχαν τύψεις για το έγκλημα που έκαναν, θύμωναν με τον κόσμο που ήρθε να πάρει τον καρπό. Από τη μια, ένα εκατομμύριο πεινασμένοι άνθρωποι, έχοντας ανάγκη να φάνε λίγα φρούτα κι από την άλλη ραντίζουν με πετρόλαδο τα χρυσαφιά βουνά.
Και η οσμή της σαπίλας γεμίζει ολάκερη τη χώρα. Να καίτε τον καφέ για τα καζάνια των βαποριών. Να καίτε το καλαμπόκι για ζεστασιά, κάνει καλή φωτιά. Να πετάτε τις πατάτες μέσα στα ποτάμια και να βάζετε ανθρώπους να φυλάνε τις ακροποταμιές για να διώχνουν τον πεινασμένο λαό που έρχεται να τις ψαρέψει. Να σφάζετε γουρούνια να τα θάβετε κι αποσύνθεση ας κατασταλάζει βαθιά μέσα στη γη.
Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δε βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά –πέθανε από υποσιτισμό- γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι."
Last edited by a moderator: