Κάτι ήθελα να γράψω απόψε, αλλά δεν έχω χρόνο καθότι εφημερεύω και τώρα είναι η ώρα της δίωρης ανάπαυσης μου στον κοιτώνα των γιατρών. Συγχωρέστε μου την αντιγραφή. Θα προσπαθήσω να κάνω παρουσίαση των πτωχοπροδρομικών δική μου, κάποια άλλη στιγμή.
Από τη Βικιπαίδεια:
Ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος υπήρξε βυζαντινός ποιητής που συνέταξε στη δημώδη γλώσσα και σε δεκαπεντασύλλαβους πολιτικούς στίχους έμμετρα σατιρικά και ικετευτικά που φέρουν το γενικό όνομα Πτωχοπροδρομικά. Θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά έργα και ως απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως επειδή ήταν τα πρώτα που γράφτηκαν στη γλώσσα του λαού και αποτέλεσαν έναυσμα δημιουργίας.
Άλλοτε αυτά αποδίδονταν με βεβαιότητα στον επίσης βυζαντινό ποιητή και συγγραφέα του 12ου αιώνα τον Θεόδωρο Πρόδρομο. Σήμερα για το ζήτημα της γνησιότητας των έργων εξακολουθεί να μην υπάρχει απόλυτη ομοφωνία. Κατά τη νεότερη κριτική και μετά από επισταμένη έρευνα οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα Πτωχοπροδρομικά είναι ποιήματα μεταγενέστερα που έχουν συνταχθεί από έναν ή περισσότερους νεότερους ευθυμογράφους, οι οποίοι έχουν μιμηθεί το ύφος του Θεόδωρου Προδρόμου, αλλά όχι και τη λόγια και πολύ αρχαΐζουσα γλώσσα του. Αλλες εκδοχές αναφέρουν ότι ο Θεόδωρος Πρόδρομος μπορεί να είχε δύο "γραφές", μια τρόπον τινά γραφή της προσωπικής επιλογής του και μια δεύτερη για τις ανάγκες της εποχής και του περιβάλλοντός του ή όπως θα λέγαμε σήμερα "του καταναλωτικού κοινού".
Ποίημα του Πτωχοπρόδρομου (12ος αι.)
Πενία των σπουδαγμένων:
Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου
τέκνον μου, μάθε γράμματα, κι ὡσὰν ἐσέναν ἔχει,
βλέπεις τὸ δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,
καὶ τώρα ἔν’ διπλοεντέλητος καὶ παχυμουλαράτος
Αὐτὸς μικρὸς οὐδὲν εἶδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν,
καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν˙
ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας,
καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανδηλάτα
Καὶ ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου.
Ἀφ’ οὗ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν.
Ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων˙
«Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποῦ τὰ θέλει!
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν
καθ’ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα!»
Ἐδάρε τότε ἂν μ’ ἔποικαν τεχνίτην χρυσορράπτην,
ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ κάμνουσι τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσι,
καὶ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν τὴν περιφρονημένηςν,
οὐ μὴν ἤνοιγα τ’ ἀρμάριν μου καὶ ηὕρισκα ὅτι γέμει
ψωμίν, κραςὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν,
καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τςίρους καὶ σκουμπρία˙
παρ’ οὗ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους.
καὶ βλέπω χαρτοςάκκουλα γεμᾶτα τὰ χαρτία.
Γείτονα ἔχω πετσωτήν, ψευδοτσαγγάρην τάχα,
πλὴν ἔνι καλοψωνιστής, ἔνι καὶ χαροκόπος.
Ὅταν γὰρ ἴδῃ τὴν αὐγὴν περιχαρασσομένην,
εὐθής˙ «ἂς βράσῃ τὸ θερμόν, λέγει πρὸς τὸ παιδίν του,
καὶ νά, παιδίν μου, στάμενον εἰς τὰ χορδοκοιλίτσια,
ἀγόρασε καὶ βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν
καὶ δός μου νὰ προγεύσωμαι, καὶ τότε νὰ πετςώσω.
Ἀφ’ οὗ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψετε καὶ κάτςῃ,
ἀνάθεμά με, βασιλεῦ, ὅταν στραφῶ καὶ ἰδῶ του
τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται κατὰ τῆς μαγειρίας
ἂν οὐ κινοῦν τὰ σάλια μου καὶ τρέχουν ὡς ποτάμιν.
Αὐτὸς γὰρ ἐμπουκκώνεται, κλώθει τὴν μαγειρίαν,
καὶ ἐγὼ ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πόδας μέτρων τῶν στίχων.
Αὐτὸς χορταίνει τὸ γλυκὺν εἰς τὸ τρανὸ μουχρούτιν,
καὶ ἐγὼ ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον,
γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα˙
ἀλλὰ τὰ μέτρα ποῦ ὠφελοῦν τὴν ἄμετρόν μου πεῖναν!
Από τη Βικιπαίδεια:
Ο Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος υπήρξε βυζαντινός ποιητής που συνέταξε στη δημώδη γλώσσα και σε δεκαπεντασύλλαβους πολιτικούς στίχους έμμετρα σατιρικά και ικετευτικά που φέρουν το γενικό όνομα Πτωχοπροδρομικά. Θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά έργα και ως απαρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως επειδή ήταν τα πρώτα που γράφτηκαν στη γλώσσα του λαού και αποτέλεσαν έναυσμα δημιουργίας.
Άλλοτε αυτά αποδίδονταν με βεβαιότητα στον επίσης βυζαντινό ποιητή και συγγραφέα του 12ου αιώνα τον Θεόδωρο Πρόδρομο. Σήμερα για το ζήτημα της γνησιότητας των έργων εξακολουθεί να μην υπάρχει απόλυτη ομοφωνία. Κατά τη νεότερη κριτική και μετά από επισταμένη έρευνα οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα Πτωχοπροδρομικά είναι ποιήματα μεταγενέστερα που έχουν συνταχθεί από έναν ή περισσότερους νεότερους ευθυμογράφους, οι οποίοι έχουν μιμηθεί το ύφος του Θεόδωρου Προδρόμου, αλλά όχι και τη λόγια και πολύ αρχαΐζουσα γλώσσα του. Αλλες εκδοχές αναφέρουν ότι ο Θεόδωρος Πρόδρομος μπορεί να είχε δύο "γραφές", μια τρόπον τινά γραφή της προσωπικής επιλογής του και μια δεύτερη για τις ανάγκες της εποχής και του περιβάλλοντός του ή όπως θα λέγαμε σήμερα "του καταναλωτικού κοινού".
Ποίημα του Πτωχοπρόδρομου (12ος αι.)
Πενία των σπουδαγμένων:
Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου
τέκνον μου, μάθε γράμματα, κι ὡσὰν ἐσέναν ἔχει,
βλέπεις τὸ δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει,
καὶ τώρα ἔν’ διπλοεντέλητος καὶ παχυμουλαράτος
Αὐτὸς μικρὸς οὐδὲν εἶδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν,
καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν˙
ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας,
καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανδηλάτα
Καὶ ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου.
Ἀφ’ οὗ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν.
Ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων˙
«Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποῦ τὰ θέλει!
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν
καθ’ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα!»
Ἐδάρε τότε ἂν μ’ ἔποικαν τεχνίτην χρυσορράπτην,
ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ κάμνουσι τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσι,
καὶ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν τὴν περιφρονημένηςν,
οὐ μὴν ἤνοιγα τ’ ἀρμάριν μου καὶ ηὕρισκα ὅτι γέμει
ψωμίν, κραςὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν,
καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τςίρους καὶ σκουμπρία˙
παρ’ οὗ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους.
καὶ βλέπω χαρτοςάκκουλα γεμᾶτα τὰ χαρτία.
Γείτονα ἔχω πετσωτήν, ψευδοτσαγγάρην τάχα,
πλὴν ἔνι καλοψωνιστής, ἔνι καὶ χαροκόπος.
Ὅταν γὰρ ἴδῃ τὴν αὐγὴν περιχαρασσομένην,
εὐθής˙ «ἂς βράσῃ τὸ θερμόν, λέγει πρὸς τὸ παιδίν του,
καὶ νά, παιδίν μου, στάμενον εἰς τὰ χορδοκοιλίτσια,
ἀγόρασε καὶ βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν
καὶ δός μου νὰ προγεύσωμαι, καὶ τότε νὰ πετςώσω.
Ἀφ’ οὗ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψετε καὶ κάτςῃ,
ἀνάθεμά με, βασιλεῦ, ὅταν στραφῶ καὶ ἰδῶ του
τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται κατὰ τῆς μαγειρίας
ἂν οὐ κινοῦν τὰ σάλια μου καὶ τρέχουν ὡς ποτάμιν.
Αὐτὸς γὰρ ἐμπουκκώνεται, κλώθει τὴν μαγειρίαν,
καὶ ἐγὼ ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πόδας μέτρων τῶν στίχων.
Αὐτὸς χορταίνει τὸ γλυκὺν εἰς τὸ τρανὸ μουχρούτιν,
καὶ ἐγὼ ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον,
γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα˙
ἀλλὰ τὰ μέτρα ποῦ ὠφελοῦν τὴν ἄμετρόν μου πεῖναν!