
Τίτλος: Νευρομάντης
Πρωτότυπος τίτλος: Neuromancer
Συγγραφέας: Γουίλιαμ Γκίμπσον (William Gibson)
Μετάφραση: Δημήτρης Σταματιάδης
Εκδόσεις: Aquarius
Σελίδες: 290
Σ’ έναν μελλοντικό – όχι και τόσο μακρινό χρονικά – κόσμο, που μόλις έχει βγει από ένα σύντομο Παγκόσμιο Πόλεμο που υποκίνησαν οι ζαϊμπάτσου, οι Ιαπωνικές εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, μια επιχειρηματική οικογενειακή φατρία, η Τέσερ-Άσπουλ, κορυφώνει τα σχέδιά της για παντοτινή κυριαρχία κατασκευάζοντας δυο ΤΝ (Τεχνητές Νοημοσύνες). Η Τέσερ-Άσπουλ θέλει να εξασφαλίσει την «επιβίωσή» της μέσω αποθήκευσης των συνειδήσεών των μελών της στη μία εκ των δύο ΤΝ, τον Νευρομάντη.
Η δεύτερη ΤΝ, ο Wintermute, αναλαμβάνει να συγκροτήσει μια ομάδα κρούσης από επιλεγμένα άτομα που θα έχουν σαν αποστολή την παραπλάνηση των δυνάμεων δίωξης του Κυβερνοχώρου με απώτερο στόχο να ολοκληρώσουν τη σύνδεση μεταξύ των δύο «αδελφών» ΤΝ, κάτι που θα σημάνει ταυτόχρονα την μετατροπή τους από ευφυή προγράμματα στην ίδια τη Μήτρα.
Η ομάδα αποτελείται από τον Αρμιτάζ, έναν ψυχοπαθή πρώην Συνταγματάρχη των ΗΠΑ του οποίου η ΤΝ αναδημιούργησε βελτιωμένη την προσωπικότητα, τον Κέις, που ο Αρμιτάζ θεράπευσε με πληροφορίες που πήρε από τον Wintermute, το Κατασκεύασμα ενός προσφάτως αποθανόντα «καβαλάρη της κονσόλας», τη Μόλι Μίλιονς, «σαμουράϊ των δρόμων», τον Φιν, έναν κλεπταποδόχο παράνομου λογισμικού και τον Πίτερ Ριβιέρα, ψυχοπαθή ναρκομανή με εμφυτεύσεις τσιπ που του επιτρέπουν να προβάλλει κατά βούληση εικόνες σε ξένους αμφιβληστροειδείς.
Το πρώτο από τα τρία βιβλία της χαλαρής τριλογίας του Γκίμπσον (τα άλλα δύο είναι ο «Κόμης Μηδέν» και το «Στον αστερισμό της Μόνα Λίζα» ) είναι και το πιο περίπλοκο σε ό, τι αφορά τη δομή και τις αλληλεξαρτήσεις χαρακτήρων και συμβάντων. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να χαρακτηριστεί χαοτικό, ακόμα και δυσνόητο ως προς τις λεπτομέρειες. Ο Γκίμπσον έχει στήσει μια αλληλουχία από γεγονότα των οποίων τα αίτια και οι συνέπειες κινούνται στη λογική και τον τρόπο λειτουργίας ενός κόσμου που ο συγγραφέας οραματίστηκε και έχτισε με κάθε λεπτομέρεια από την αρχή ως το τέλος. Και την εποχή που γράφτηκε, υποψιάζομαι ότι ήταν ελάχιστοι αυτοί που μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ιδέα των εξελικτικών πιέσεων (!) που δέχονται οι εταιρικές δομές πια, και όχι ο άνθρωπος. Η Τέσερ-Άσπουλ αναζητά την επόμενη εξελικτική βαθμίδα της, αυτονομούμενη ουσιαστικά από τους δημιουργούς της, ενώ και οι ΤΝ δεν πάνε πίσω: αναπτύσσουν χαρακτηριστικά ανθρώπινης συμπεριφοράς. Βλέπουμε τον Νευρομάντη να ανθίσταται στην προσπάθεια σύζευξής του με τον «αδελφό» Wintermute, καθώς διακρίνει την πιθανότητα να πάψει να υφίσταται ως αυτόνομη «προσωπικότητα».
Η γραφή του Γκίμπσον εγκαινίασε μια νέα σχολή, αυτή του «κυβερνοπάνκ», μια «ηλεκτρική ποίηση υψηλής τεχνολογίας» όπως τη χαρακτήρισε ο Μπρους Στέρλινγκ. Οι δυστοπίες του είναι πρωτοφανέρωτες στο χώρο της Ε.Φ. Για τον μέσο αναγνώστη της εποχής που γράφτηκε ο «Νευρομάντης» (1984), η έννοια «Κυβερνοχώρος» ήταν απρόσιτη ως προς το περιεχόμενό της. Ένα εικονικό Σύμπαν, μια παραίσθηση, μια ασαφής θάλασσα γεμάτη διακυμάνσεις στην πυκνότητα των πληροφοριών, που όμως παίρνουν τη μορφή παλλόμενων γεωμετρικών σχημάτων εκεί που οι εταιρικές δομές υψώνονται σαν φωτεινοί κώνοι ή παραλληλεπίπεδα και προβάλλονται στη συνείδηση του συνδεδεμένου στο Δίκτυο. Κι όσο για τον «πραγματικό» κόσμο, οι ζαϊμπάτσου είναι αυτές που κινούν τα νήματα, η διασύνδεση μεταξύ εγκέφαλων και Η/Υ παρακάμπτει σαν περιττές τις διάφορες περιφερειακές συσκευές, η νευροηλεκτρονική βρίσκεται σε πλήρη άνθηση, με τα υποδερμικά τσιπ, τις συνθετικές ορμόνες και τα «τεχνοναρκωτικά» να αποτελούν καθημερινή εμπειρία για όλους.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, οι «καβαλάρηδες της κονσόλας», πειρατές του Κυβερνοχώρου εφοδιασμένοι με «παγοθραυστικά» προγράμματα που βγήκαν παράνομα στην πιάτσα μετά τον Πόλεμο, σ’ ένα ατέρμονο κυνήγι συλλογής πληροφοριών από τις τεράστιες βάσεις δεδομένων των πολυεθνικών που προστατεύονται από τον «μαύρο πάγο» που κατασκευάζουν και συντηρούν οι ΤΝ, κρατώντας μακριά τους ανεπιθύμητους εισβολείς.
Last edited by a moderator: