Α ρε έρωτα τι μας κάνεις (βάζω και τίτλο στο απόσπασμα)
Πέρασα μιαν ανήσυχη νύχτα. Δεν μπόρεσα να σχεδιάσω ούτε να ζωγραφίσω, αν και προσπάθησα πολλές φορές ν' αρχίσω κάτι. Βγήκα να περπατήσω και βρέθηκα ξαφνικά στην οδό Κοριέντες. Μου συνέβαινε κάτι πολύ παράξενο: κοίταζα με συμπάθεια όλο τον κόσμο. Νομίζω πως έχω πει ότι σκοπεύω να πω αυτή την ιστορία μ' έναν εντελώς αμερόληπτο τρόπο και θα δώσω τώρα την πρώτη απόδειξη, ομολογώντας ένα από τα χειρότερα ελαττώματά μου: πάντα κοίταζα με αντιπάθεια μέχρι και αηδία τον κόσμο, ιδιαίτερα σε συνωστισμό· δεν μπορούσα ποτέ να υποφέρω τις παραλίες το καλοκαίρι. Μερικοί άντρες, μερικές γυναίκες, μεμονωμένα, μου ήταν συμπαθείς, για άλλους ένιωθα θαυμασμό (δεν είμαι ζηλόφθονος), για άλλους πραγματική συμπάθεια για τα παιδιά είχα πάντα μια τρυφερότητα και συμπόνια (ιδιαίτερα όταν, μετά από νοητική προσπάθεια, πάλευα να ξεχάσω πως τελικά θα γίνονταν άνθρωποι όπως οι άλλοι)· αλλά, γενικά, η ανθρωπότητα μου φαινόταν πάντα απεχθής. Δεν έχω κανένα πρόσκομμα να δηλώσω πως μερικές φορές, όταν είχα παρατηρήσει κάποιο χαρακτηριστικό, αυτό μ' εμπόδιζε να φάω ολόκληρη μέρα ή να ζωγραφίσω για μια βδομάδα είναι απίστευτο μέχρι ποιου σημείου η απληστία, ο φθόνος, η αλαζονεία, η χυδαιότητα, η πλεονεξία και, γενικά, εκείνο το σύνολο των ιδιοτήτων που συγκροτούν την ανθρώπινη υπόσταση μπορούν να φανερωθούν σ' ένα πρόσωπο, στον τρόπο που περπατάει κανείς, σ' ένα βλέμμα. Μου φαίνεται φυσικό μετά από μια τέτοια συνάντηση να μην έχει κανείς όρεξη να φάει, να ζωγραφίσει, ούτε και να ζήσει ακόμα. Ωστόσο θέλω να ξεκαθαρίσω πως δεν περηφανεύομαι γι' αυτό το χαρακτηριστικό: ξέρω πως είναι μια ένδειξη αλαζονείας και ξέρω, ακόμα, πως στην ψυχή μου έχω φιλοξενήσει πολλές φορές την απληστία, την αλαζονεία, την πλεονεξία και τη χυδαιότητα. Έχω πει όμως πως πρόκειται να διηγηθώ αυτή την ιστορία εντελώς αμερόληπτα κι αυτό θα κάνω. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, η απέχθειά μου για την ανθρωπότητα μάλλον είχε ακυρωθεί ή, τουλάχιστον, ήταν προσώρας απούσα. Μπήκα στο καφέ Μαρσότο. Υποθέτω πως γνωρίζετε ότι ο κόσμος πάει εκεί για ν' ακούσει τανγκό, αλλά να τ' ακούσει όπως ακούει ο πιστός τα κατά Ματθαίον Πάθη.
Από το βιβλίο το τούνελ του Ernesto Sabato